σωριάζω — σωριάζω, σώριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σωριάζω — σώριασα, σωριάστηκα, σωριασμένος 1. ρίχνω κάτω διάφορα πράγματα και σχηματίζω σωρό: Σώριασε τις καρέκλες σε μια γωνιά. 2. παθ. σωριάζομαι, πέφτω κάτω σαν σωρός ή άψυχο πράγμα: Το πληγωμένο ζώο έκανε μερικά βήματα και μετά σωριάστηκε νεκρό στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισωρεύω — (AM ἐπισωρεύω) (για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ) νεοελλ. συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα») μσν.… … Dictionary of Greek
κατασωρεύω — (Α) συσσωρεύω, σωριάζω πολλά … Dictionary of Greek
κουλουμιάζω — και κουμουλιάζω [κουλούμι] 1. συσσωρεύω, σωριάζω πολλά πράγματα μαζί 2. κάνω κουλούμι γύρω από κλήμα αμπελιού … Dictionary of Greek
κουλουμώνω — κουλουμιάζω, συσσωρεύω, σωριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμουλώνω, με αντιμετάθεση τών συμφώνων] … Dictionary of Greek
νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… … Dictionary of Greek
συγκεντρώνω — Ν 1. μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα γύρω από ένα κέντρο, συναθροίζω από πολλά μέρη σε ένα μέρος («θα συγκεντρώσω τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τον διορισμό και θα τά καταθέσω») 2. συσσωρεύω, σωριάζω 3. μέσ. συγκεντρώνομαι αφοσιώνομαι… … Dictionary of Greek
σωριαστός — ή, ό, Ν [σωριάζω] αυτός που σχηματίζει σωρό («σωριαστές πατάτες») … Dictionary of Greek